«Εύχομαι προτού αποδημήσω να δω το Αθλητικό Κέντρο Μαρωνιτών να γίνεται πραγματικότητα»

0
1612

Το πρώτο μέρος της συνέντευξης του Αντώνη Μελά στον Τύπο των Μαρωνιτών

– «Ως δάσκαλος πίστευα ότι εκείνο που έχει σημασία δεν είναι το γνωσιολογικό μέρος, αλλά ήθελα να δω τον μαθητή να ωριμάζει, να αποκτά μια προσωπικότητα από νεαρής ηλικίας για να ξεχωρίζει»

– «Ένα σημαντικό γεγονός που θα μου μείνει αξέχαστο ήταν η εισήγηση μου προς τον αείμνηστο κ. Μαυρίδη για διοργάνωση των Παμμαρωνιτικών Αγώνων που πραγματοποιήθηκαν για πρώτη φορά στον Κορμακίτη»

– «Στην Υπηρεσία Μερίμνης έτρεχα 24 ώρες το 24ωρο. Ήταν η μεγαλύτερη μου ικανοποίηση και χαρά να επιλύω προβλήματα και να συμβάλλω με τον καλύτερο τρόπο στον πόνο χιλιάδων προσφύγων» 

– «Το μόνο παράπονο που είχε ο αείμνηστος Σπύρος Κυπριανού ήταν ότι δεν του ζήτησα ποτέ κάτι για ένα από τα παιδιά μου. Και εγώ του έλεγα ότι εκείνοι που έχουν τις ικανότητες να δημιουργούν και να προσφέρουν, δεν ζητούν»

Ο Τύπος των Μαρωνιτών φιλοξένησε στο τελευταίο τεύχος του το πρώτο μέρος της συνέντευξης του Αντώνη Μελά, της μεγάλης αυτής προσωπικότητας της Μαρωνιτικής Κοινότητας που συνέδεσε το όνομά του με την έννοια της ανιδιοτελούς προσφοράς προς τους Μαρωνίτες και τον τόπο, ευρισκόμενος για ολόκληρη του τη ζωή στην υπηρεσία του ανθρώπου. Δεν είναι εξάλλου τυχαίο το γεγονός ότι ο Αντώνης Μελάς τιμήθηκε από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας Νίκο Αναστασιάδη με το Life Achievement Award στο Πανεπιστήμιο UCLan, τον Μάιο του 2017, στα πλαίσια ενός θεσμού που επιβραβεύει την ιδιωτική πρωτοβουλία του ανιδιοτελούς εθελοντισμού για την υπηρέτηση των αναγκών της κοινωνίας.

Στο Α΄ Μέρος της άκρως ενδιαφέρουσας συνέντευξης του, ο κ. Μελάς θυμάται την αγαπημένη του Αγία Μαρίνα Σκυλλούρας, τα παιδικά του χρόνια, τη ζωή και τις ασχολίες των κατοίκων στο χωριό. Εξηγεί τι ήταν αυτό που τον ώθησε να γίνει δάσκαλος και αναπολεί την υπηρεσία του ως δημοδιδάσκαλος, μεταξύ άλλων στην Αγία Μαρίνα και τον Κορμακίτη. Κατά την εν λόγω περίοδο, όπως σημειώνει, ήταν που εισηγήθηκε στον αείμνηστο Ιωάννη Μαυρίδη τη διοργάνωση των Παμμαρωνιτικών Αγώνων, που έγιναν για πρώτη φορά στον Κορμακίτη. Μας μιλά για τα τραγικά γεγονότα του 1974 που τον σημάδεψαν βαθιά και κατά τα οποία έφυγε άρον άρον από την Αγία Μαρίνα με την οικογένειά του, αφήνοντας σπίτι, περιουσίες και θυσίες μιας ολόκληρης ζωής. Η επόμενη μέρα τον βρήκε στη Λευκωσία, να αγωνίζεται νύχτα μέρα για τους πρόσφυγες, στον Ερυθρό Σταυρό και στην Υπηρεσία Μερίμνης, όπου του ανατέθηκε η διανομή ιματισμού και τροφίμων, καθώς και η δημιουργία των προσφυγικών καταυλισμών. Κάπου εκεί ήρθε και η γνωριμία του με τον αείμνηστο πρώην Πρόεδρο της Δημοκρατίας Σπύρο Κυπριανού με τον οποίο ο κύριος Μελάς είχε αναπτύξει οικογενειακή σχέση και μαζί με χιλιάδες άλλους ίδρυσαν τότε τη Δημοκρατική Παράταξη. Κάνει λόγο για τη σχέση αυτή και για το πως, μέσα από τη σχέση αυτή, η Μαρωνιτική Κοινότητα μεταξύ άλλων απέκτησε το τεμάχιο γης στην Πάνω Δευτερά, στο οποίο θα ανεγερθεί το Αθλητικό Κέντρο Μαρωνιτών.

  1. Να πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Μιλήστε μας αρχικά για τα παιδικά σας χρόνια, στην Αγία Μαρίνα. Πως θυμάστε τότε το χωριό;

Καταρχάς, απαντώντας στην ερώτηση σας αυτή ως και σε άλλες που θα ακολουθήσουν, λόγω της πολύ πλούσιας και πολυδιάστατης δράσης και πορείας της ζωής μου, οι αναφορές μου θα είναι πολύ σύντομες. Γεννήθηκα σε ένα χωριό που για μένα ήταν ένας ζωντανός ζωγραφισμένος πίνακας, τοποθετημένος στην πλαγιά και στις ρίζες του μεγαλύτερου βουνού της Μεσαορίας, όπου οι αναμνήσεις του μέχρι σήμερα κυκλοφορούν ασταμάτητα και μέσα από αυτές αντλώ μια συνεχή δύναμη, πίστη και ελπίδα για επιστροφή. Γεννήθηκα μέσα σε εκείνο το ωραίο περιβάλλον. Το ευήλιο και ευάερο. Εκείνο που δεν θα φύγει από το μυαλό μου είναι το ξημέρωμα. Που άκουγες τα κουδούνια των προβάτων να ανηφορίζουν την πλαγιά του χωριού. Άκουγες τις φωνές των βοσκών, να κατευθύνουν τα κοπάδια τους για τη βοσκή. Άκουγες τις φωνές μεταξύ των συγχωριανών, να λένε τα νέα του χωριού εξ’ αποστάσεως και η κίνηση η οποία υπήρχε μεταξύ των συγχωριανών μου, ως επίσης και την πρωινή καμπάνα την οποία κάποτε την έπαιζα εγώ ή στέλναμε κάποιο μαθητή για να την χτυπήσει, ώστε να πάνε τα παιδιά στο σχολείο. Επιπρόσθετα ακούγαμε το κορνάρισμα των δύο λεωφορείων που είχε το χωριό μας τότε, για να μαζευτούν εκείνοι οι οποίοι εργάζονταν στη Λευκωσία, ως επίσης και για κάποιους μαθητές οι οποίοι φοιτούσαν σε γυμνάσια ή σε άλλα ιδιωτικά σχολεία στη Λευκωσία. Διότι, όπως γνωρίζετε, η Αγία Μαρίνα η οποία απέχει από τη Λευκωσία έντεκα μίλια, ήταν πιο κοντά στο πνευματικό κέντρο της Κύπρου, την πρωτεύουσα δηλαδή, από τα υπόλοιπα Μαρωνίτικα χωριά. Παράλληλα, ένα μεγάλο εισόδημα στο χωριό μας προερχόταν από τον αγωγιατισμό με πολλά φορτηγά αυτοκίνητα με τα οποία διακινούνταν από την Πάφο μέχρι το Ριζοκάρπασο εμπορευόμενοι με κόπρι, άχυρο και αμμοχάλικες.

Όλα αυτά και κυρίως η ατμόσφαιρα των γεωργών με τα βόδια τους που πήγαιναν να καλλιεργήσουν τα χωράφια, μαζί με τα παιδιά που βοηθούσαν μέχρι να έρθει η ώρα να πάνε στο σχολείο, μας γέμιζαν όλους και ταυτόχρονα επιδιώκαμε, σε όλα αυτά που έκαναν οι γονείς μας να τους μιμηθούμε για να μπορέσουμε και εμείς να συμβάλουμε στο οικογενειακό εισόδημα, όποια ηλικία και αν είχαμε. Οι δικοί μου γονείς ασχολούνταν με τη γεωργία, ενώ ο παππούς και η γιαγιά που απέκτησαν μια τεράστια περιουσία, με «ανάγκασαν» και εμένα από τα επτά μου χρόνια να γίνω ο καλύτερος καλλιεργητής. Δεν θα ξεχάσω αυτήν την εμπειρία. Αρχικά με τα βόδια και μετά με την αγορά τρακτέρ. Το μαθαίναμε, το ζητούσαμε. Και αυτό χάρη στην περιέργεια που με διακατείχε πάντοτε. Και αυτή η περιέργεια μου έδωσε τον χαρακτήρα της παραγωγής. Ήθελα πάντοτε να παράγω. Και αυτήν την αρετή την έχω μέχρι σήμερα.

Είχαμε και τα παιχνίδια μας τότε, ως μικροί που ήμασταν. Είχαμε τον κοινό εκκλησιασμό την Κυριακή με τη συνοδεία των δασκάλων μας. Ο εκάστοτε ιερέας της Μονής Προφήτη Ηλία ήταν και ο ιερέας του χωριού αλλά και δάσκαλος ο οποίος μας δίδασκε θρησκευτικά. Δεν μου φεύγουν από το μυαλό ο πάτερ Ιγνάτιος, ο πάτερ Κώστας, ο πάτερ Ανδρέας κτλ. Έχω διάφορες αναμνήσεις. Θυμάμαι τότε, στην τρίτη τάξη του δημοτικού, μου έδωσε τον Απόστολο ο πάτερ Ανδρέας για να τον πω και ήθελε κάθε Κυριακή να τον λέω. Φαίνεται εκ των υστέρων, αυτό ήταν και το κίνητρο μου για να πάω στο ΡΙΚ ως εκφωνητής. Αυτή ήταν η ζωή από μικρής ηλικίας, ακολουθούσαμε συνεχώς τους γονείς μας στις δουλειές. Να καθαρίσουμε τα χωράφια από τις πέτρες, να καλλιεργήσουμε, να σπείρουμε, να θερίσουμε, να τα κουβαλήσουμε στα αλώνια. Μετά να πάρουμε το άχυρο να το μεταφέρουμε στους αχυρώνες στο χωριό. Όλες αυτές οι εμπειρίες ήταν για μένα κάτι που το ζητούσα. Στο παιχνίδι είχαμε τους βόλους και καμιά μπάλα την οποία την κατασκευάζαμε εμείς από τα εντόσθια του χοίρου και παίζαμε στα αλώνια ή στην αυλή του σχολείου, ξεκίνημα που με βοήθησε μελλοντικά να γίνω ένας από τους καλύτερους ποδοσφαιριστές και τους μοναδικούς σκόρερ της ομάδας του χωριού μου.

  1. Πως αποφασίσατε μετά να γίνετε δάσκαλος;

Όταν τελείωσα το δημοτικό σχολείο με άριστα, ο πατέρας μου πήγε και ρώτησε τον δάσκαλο μου τον Παρτέλλα να του υποδείξει σε ποιο ανώτερο σχολείο να με στείλει. Και εκείνος του απάντησε ότι ένα είναι το σχολείο που κάνει για μένα, το Παγκύπριο Γυμνάσιο. Επειδή, του είπε, αυτό το σχολείο είναι όπως το χωράφι. Όχι που το καλλιεργείς μια φορά ή δύο φορές, αλλά τρεις φορές. Αυτό είναι το επίπεδο του, όπως του είχε πει τότε ο δάσκαλος μου. Και ήρθε ο πατέρας μου και μου το ανακοίνωσε. Μπήκα τότε με εξετάσεις. Ο πατέρας μου, μου ενοικίασε ένα σπίτι πλησίον της Αρχιεπισκοπής Κύπρου και έμενα εκεί και κάθε μεσημέρι που σχόλαγα, πήγαινα στην Πύλη Πάφου στους χώρους στάθμευσης των λεωφορείων και έπαιρνα το φαγητό που μου έστελναν οι γονείς μου από το χωριό. Παράλληλα, ως φτωχό παιδί που ήμουν τότε, κέρδισα και υποτροφία και μεταξύ άλλων να παίρνω το πρόγευμα στο σχολείο μαζί με ένα ποτήρι σκόνη γάλα, ψωμί και τυρί.

Τελείωσα το γυμνάσιο με τη βοήθεια του Θεού, αλλά κατά τη διάρκεια, στην πέμπτη τάξη, επειδή ζούσαμε σε μια εποχή μητριαρχίας και πατριαρχίας και για διάφορους λόγους, οι γονείς μου ήθελαν να με αρραβωνιάσουν. Έτσι, με συνοικέσιο, με αρραβώνιασαν με τη Φιλιώ. Να σημειωθεί ότι τότε, ήταν και ο ένοπλος αγώνας και είχαν κάποιες φοβίες ανάμειξης του Παγκύπριου γυμνασίου, το οποίο τότε ήταν ο «σημαιοφόρος» του 1955-59. Βάσει του νόμου και των κανονισμών του σχολείου, από τη στιγμή που ο γυμνασιάρχης και η διοίκηση του σχολείου μάθαιναν αυτό το πράγμα, θα έπρεπε αμέσως να με διώξουν από το σχολείο. Ευτυχώς είχα έναν καλό καθηγητή φίλο μου, τον Διαγόρα Νικολαΐδη που ήταν πασίγνωστος στην Κύπρο και ήταν γυμναστικός μου. Του εκμυστηρεύτηκα τι συνέβη και μου είπε να το κρατήσουμε μεταξύ μας και να μην το μάθει ο Σπυριδάκης, τότε Γυμνασιάρχης. Ούτω και έγινε. Τελείωσα την έκτη τάξη Ιούνιο και Οκτώβριο παντρεύτηκα τη Φιλιώ και τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους γεννήσαμε τον υιό μας Γιώργο.

Έναν χρόνο μετά την αποφοίτηση μου από το Παγκύπριο Γυμνάσιο, εισήχθην στην Παιδαγωγική Ακαδημία. Η απόφαση ήταν και δική μου και των γονέων μου. Ήθελα πάντα να γίνω δάσκαλος. Ήθελα να πάω να σπουδάσω στο εξωτερικό Γυμναστικός αλλά οικονομικά δεν μπορούσα. Στη διάρκεια των σπουδών μου έμενα στο οικοτροφείο της Παιδαγωγικής Ακαδημίας και η Φιλιώ με τον Γιώργο στο καινούριο σπίτι που μου είχαν κτίσει οι γονείς μου.

  1. Διδάξατε μεταξύ άλλων και στο σχολείο της Αγίας Μαρίνας. Πως γινόταν τότε η εκπαίδευση σε ένα μικτό χωριό, με Μαρωνίτες και Τουρκοκύπριους;

Οι Τουρκοκύπριοι είχαν δικό τους σχολείο το οποίο τυγχάνει να είναι δίπλα στο σπίτι που έμενα και απέναντι ήταν το δικό μας δημοτικό σχολείο. Είχαν δικό τους δάσκαλο. Αξιοσημείωτο για την Αγία Μαρίνα είναι το γεγονός ότι εμείς και οι Τ/Κ ήμασταν τόσο συνδεδεμένοι που έβλεπες πολλούς Τ/Κ να έρχονται στους εορτασμούς της Αγίας Μαρίνας στην εκκλησία. Επίσης, είχαμε και αρκετούς μικτούς γάμους. Τα γεωπολιτικά και γεωστρατηγικά συμφέροντα των μεγάλων δυνάμεων έφεραν το 1963 την τουρκοανταρσία, το πραξικόπημα και την εισβολή το 1974 με τις γνωστές επιπτώσεις.

Ως δημοδιδάσκαλος τότε, ζητούσα πάντοτε να ανέβω. Παράλληλα έκανα τα καλοκαίρια επιμορφωτικά μαθήματα τεχνολογίας στην Τεχνική Σχολή και ένας από τους καθηγητές που μας συντόνιζαν ήταν και ο μακαριστός Αντώνης Μιχαηλίδης από το χωριό μας, ο οποίος αργότερα υπήρξε και Τμηματάρχης Τεχνικής Εκπαίδευσης. Μετά, με την ένταξη του μαθήματος της τεχνολογίας στα γυμνάσια, διορίστηκα από τους πρώτους και μου πρότειναν το Γυμνάσιο Σολέας. Μου άρεσε εκεί, ήταν μια περιοχή που γνώριζα και είχα πολλές διασυνδέσεις. Μεταξύ αυτών που γνώρισα ήταν και ο Πάμπος Κουκκουλαρίδης, γυμναστικός που αργότερα το 1976 βρεθήκαμε ως συναγωνιστές για την ίδρυση της Δημοκρατικής Παράταξης. Έμεινα εκεί για τέσσερα χρόνια και ακολούθως δίδαξα για δύο χρόνια στο Γυμνάσιο Στροβόλου. Ακολούθησε η εισβολή και μετά άλλαξαν πολλά πράγματα.

Ως δάσκαλος πίστευα ότι εκείνο που έχει σημασία δεν είναι το γνωσιολογικό μέρος, δηλαδή το μάθημα, αλλά ήθελα να δω τον μαθητή να ωριμάζει, να αποκτά μια προσωπικότητα από νεαρής ηλικίας, για να ξεχωρίζει. Τόσο στην Αγία Μαρίνα όσο και στον Κορμακίτη χώριζα τους μαθητές σε ομάδες. Πάντοτε προσπαθούσα να τους φέρω όλους στο ίδιο επίπεδο. Και έκανα και εξατομικευμένη εργασία για κάποιους μαθητές που παρουσίαζαν αδυναμίες. Πήγαινα ο ίδιος σπίτι τους ή τους έφερνα στο δικό μου, χωρίς καμία αμοιβή αλλά στο πλαίσιο του ζήλου για το λειτούργημα μου. Και θυμούμαι ακόμα περίπτωση μαθητή μου που μου λέει «σε σένα χρωστώ την επιτυχία μου μέχρι σήμερα». Ήθελα να κάνω πολίτες, να σκέφτονται ώριμα. Και χαίρομαι γιατί μέχρι σήμερα έχω εξαίρετους μαθητές που μου δίνουν αυτή την ικανοποίηση για όσα έκανα στο μέτρο των δυνάμεων μου.

Ένα σημαντικό γεγονός που θα μου μείνει αξέχαστο ήταν η εισήγηση μου προς τον αείμνηστο κ. Μαυρίδη για διοργάνωση των Παμμαρωνιτικών Αγώνων που πραγματοποιήθηκαν για πρώτη φορά στον Κορμακίτη, στην παρουσία του τότε Υπουργού Παιδείας κυρίου Σπυριδάκη, πρώην Γυμνασιάρχη μου. Κατέχοντας το γενικό πρόσταγμα των αγώνων και των χορών και αναγνωρίζοντας το υψηλό επίπεδο κυρίως των Ελληνικών χορών που παρουσιάστηκαν, ζήτησε ο Υπουργός να γνωρίσει τον δάσκαλο που τους δίδαξε. Με φώναξε ο κ. Μαυρίδης και με παρουσίασε στον Υπουργό. Με αναγνώρισε αμέσως, με συνεχάρη λέγοντας μου: «Ήσουν ο μαθητής μου ο καλός και ο ηθοποιός που παρουσιάσαμε επί σκηνής τον Παπαφλέσσα ως και ο σαλπιγκτής του Γυμνασίου που ηγείτο όλων των παρελάσεων.

  1. Που σας βρήκαν τα τραγικά γεγονότα του 1974; Τι θυμάστε από εκείνες τις μέρες;

Το 1974 ήμουν στο σπίτι μου στην Αγία Μαρίνα. Εκείνη την περίοδο, από το 1968 μέχρι το 1991 συγκεκριμένα, ήμουν εκφωνητής στο ΡΙΚ. Όταν έγινε το πραξικόπημα, εγώ δεν παρουσιάστηκα στο ΡΙΚ, γνωρίζοντας από κοντά ή από πλησίον τι συνέβαινε. Κάποιοι από την περιοχή, ενώ ανακοίνωναν από το ΡΙΚ να προσέλθουν όλοι οι εκφωνητές όταν έγινε η εισβολή, με έπιασαν και με πήραν με το ζόρι. Μπήκα μέσα και ήταν εκείνη την στιγμή που άρχισαν τα πολεμικά ανακοινωθέντα. Έβλεπα πόρτες στις αίθουσες του ΡΙΚ τρυπημένες με σφαίρες και ένας με το πιστόλι μου είπε να μπω στο στούντιο και να λέω τα πολεμικά ανακοινωθέντα. Έμαθα εκ των υστέρων ότι ήταν ο Λιασκώνης που είχε καταλάβει το ΡΙΚ τότε. Άρχισα εγώ να λέω τα ανακοινωθέντα που μου τα έδιδαν μέσω του, από το τμήμα ειδήσεων. Εγώ δεν ένιωθα καλά με το όλο περιβάλλον. Αμέσως προσποιήθηκα πως χάλασε η φωνή μου, ότι δεν ένιωθα καλά, με στόχο να φύγω. Και ήρθε από πάνω μου αυτός ο κύριος, με χτύπησε με το πιστόλι πάνω στο κεφάλι και μου είπε «έξω ρε σκυλί». Καλύτερη φράση δεν περίμενα για να φύγω. Σκαρφάλωσα στο κάγκελο του ΡΙΚ, πήρα το αυτοκίνητο μου και έφυγα. Πήγα πίσω στο χωριό, όπου υποχωρούσαν οι στρατιώτες μέσω της Αγίας Μαρίνας. Μεταξύ αυτών ήταν και ένας Χατζηαντώνης και ο μακαριστός Παπακώστας, ο οποίος με αναφέρει στο βιβλίο του, ότι τον φιλοξένησα σπίτι μου. Επειδή μετά αυτοί της ΕΟΚΑ Β΄ έλεγχαν ακόμα τους δρόμους, τον έβαλα πίσω στο αυτοκίνητο, τον φυγάδευσα στη Σολέα και τον παρέδωσα στον αείμνηστο Πάμπο Κουκκουλαρίδη με τον οποίο μας συνέδεαν πολλά.

  1. Η 14η Αυγούστου σημάδεψε την Αγία Μαρίνα. Μιλήστε μας για την αποφράδα εκείνη μέρα και το τι ακολούθησε για σας και την οικογένεια σας.

Η μεγάλη τραγωδία ήταν το πρωινό της 14ης Αυγούστου 1974. Άρχισε ο βομβαρδισμός του χωριού μου από τα τουρκικά αεροπλάνα και θυμάμαι το ηλιακό μας να πέφτει σαν μια μάζα από γυαλί. Αγκάλιασα τα τέσσερα παιδιά μου, τα σκέπασα, τα έβαλα στο αυτοκίνητο και φύγαμε μαζί με τη γυναίκα μου, τον πεθερό μου και την πεθερά μου. Διασχίσαμε έναν αγροτικό δρόμο και βγήκαμε προς τη Φιλιά του Μόρφου και από εκεί πήγαμε στην Κυπερούντα όπου διανυκτερεύσαμε, για να καταλήξουμε αργότερα στο Μιτσερό όπου μείναμε για επτά μήνες. Μετά ενοικίασα σπίτι στη Λευκωσία. Οι γονείς μου έφυγαν την επόμενη μέρα από το χωριό και εγκαταστάθηκαν στη Λακατάμεια σε υποστατικά αλόγων που είχαν διαμορφωθεί για τους πρόσφυγες, για να μεταστεγαστούν αργότερα στον Συνοικισμό Ανθούπολης.

  1. Βοηθήσατε τα μέγιστα τότε, μετά το 1974, στη στέγαση δεκάδων οικογενειών Μαρωνιτών που έφυγαν πρόσφυγες από τα χωριά τους. Με ποιο τρόπο ακριβώς επετεύχθη αυτό;

Ερχόμενος στη Λευκωσία, αμέσως άρχισα να δραστηριοποιούμαι στον Ερυθρό Σταυρό και από τον Ερυθρό Σταυρό, ήρθαν και μου είπαν να αναλάβω στα κεντρικά γραφεία της Υπηρεσίας Μερίμνης. Και εκεί μου ανέθεσε ο προϊστάμενος κος Παπαδόπουλος να δημιουργήσω τα κέντρα διανομής ιματισμού και τα κέντρα διανομής τροφίμων. Και έτσι, με ταχύ ρυθμό προχωρούσα. Έτρεχα παντού, στην Παλλουριώτισσα, στον Άγιο Δομέτιο, στον Στρόβολο, όπου έβρισκα κενές αίθουσες δημιουργούσα τα κέντρα διανομής. Ως αποθήκες ιματισμού είχαμε το Λύκειο, το Γυμνάσιο του Κύκκου και την παλαιά Διεθνή Έκθεση για τα τρόφιμα, καθώς και πολλά άλλα μέρη. Όπως εγώ έφυγα με τη γυναίκα μου, με τα σανδάλια και το κοντό παντελόνι, όλος ο κόσμος έτσι έφυγε από τα χωριά, με τους βομβαρδισμούς. Θυμάμαι με κάλεσαν και στην αστυνομία να δημιουργήσω κέντρο διανομής ιματισμού. Μετά δημιουργήσαμε τις προσφυγικές δομές ή καταυλισμούς και ανάλαβα την επιθεώρηση τους. Περιόδευα σε όλους τους καταυλισμούς για να ενημερώνομαι για τις ανάγκες τους, να τις καταγράφω και να τις μεταφέρω στα κεντρικά γραφεία για τα περεταίρω. Μετά ξεκίνησα με το Υπουργείο Γεωργίας να εμπλουτίζουμε τους καταυλισμούς με διάφορα προγράμματα, ασχοληθήκαμε με τη νεολαία, ενώ είχαμε και τα νηπιαγωγεία μέσα στα αντίσκηνα. 24 ώρες το 24ωρο ήμουν στο πόδι. Όλα αυτά, με έκαναν κυνηγό προβλημάτων. Ήταν η μεγαλύτερη μου ικανοποίηση και χαρά να επιλύω προβλήματα και να συμβάλλω με τον καλύτερο τρόπο στον πόνο χιλιάδων προσφύγων.

Παράλληλα, έβλεπα και την Κοινότητα μας. Οτιδήποτε ερχόταν από τα οργανωμένα μας σύνολα κοντά μου προσπαθούσα να τα διοχετεύω για να τους βοηθήσω. Χωρίς χρώμα, χωρίς ιδεολογία. Ήταν προβλήματα της Κοινότητας για μένα. Τότε είχα και σχέδια για να εγκαταστήσουμε τις οικογένειες των Μαρωνιτών στη Κοφίνου. Είναι μια περιοχή που συνδέει Λάρνακα, Λεμεσό, Λευκωσία, είναι αγροτική. Δυστυχώς δεν προχώρησαν τα σχέδια και εγκαταστάθηκαν οικογένειες στον Κοτσιάτη, στα Πολεμίδια κτλ. Στους συνοικισμούς ανά το παγκύπριο βέβαια, βοηθήσαμε πολλούς Μαρωνίτες να εγκατασταθούν εκεί. Οποιοσδήποτε δεν βλέπει την Κοινότητα του, δεν αξίζει. Και είμαι εξ’ αυτών που έδωσαν παραδείγματα για την Κοινότητα.

  1. Υπάρχουν κάποιοι σταθμοί στη ζωή σας εξ’ όσων γνωρίζουμε. Ένα όνομα που συνδέθηκε με το δικό σας, είναι αυτό του αείμνηστου πρώην Προέδρου της Δημοκρατίας Σπύρου Κυπριανού. Μιλήστε μας λίγο για αυτή τη σχέση.

Όταν έγινα επιθεωρητής όλων των καταυλισμών της Κύπρου το 1975, ήρθε ένας φίλος και κουμπάρος του μακαριστού Σπύρου Κυπριανού που ήταν τότε Πρόεδρος της Βουλής και μου είπε ότι θέλει να με δει (ο Σπύρος Κυπριανού), επειδή είχε ακούσει για τη δραστηριότητα μου. Και πήγα εκεί στην Έγκωμη, στο φτωχικό του σπίτι και μου είπε: «Αντώνη μου, έχω καλές πληροφορίες για τη δράση σου για τα κοινά και ειδικά για το προσφυγικό και θέλω παράλληλα με αυτά να ξεκινήσουμε τη δημιουργία της Δημοκρατικής Παράταξης. Για να δούμε τι θα σώσουμε μετά από αυτή την καταστροφή». Χωρίς να το σκεφτώ απάντησα θετικά. Μετά από εκεί ξεκίνησα, πρωτοπόρος, μαζί με ορισμένους άλλους και κάναμε τον Σύνδεσμο Μαρωνιτών Κύπρου. Χρυσή εποχή, διότι είχαμε βήμα προς την εξουσία για εξυπηρέτηση των μελών της Κοινότητας, σε μια εποχή απόγνωσης από τον ξεριζωμό και την προσφυγιά.

Ο Σπύρος Κυπριανού ήταν ένας άνθρωπος τον οποίο θαύμαζε ο πατέρας μου τον καιρό που ήταν Υπουργός Εξωτερικών. Αυτόν του τον θαυμασμό τον μετέδωσε και σε μένα, αφού ο αείμνηστος Σπύρος φαινόταν ένας άνθρωπος σεμνός, ταπεινός, με καθαρό όραμα του την απελευθέρωση και επανένωση της Κύπρου. Ήταν καθαρά κεντρώος με μια καρδιά γεμάτη ανθρώπινες αρχές και αξίες. Στο κόμμα μου ανέθεσε κατά περιόδους προβλήματα προσφυγικά λόγω της γνώσης και εμπειρίας που απέκτησα κατά την τριετή απόσπαση μου στην Υπηρεσία Μερίμνης.

Μετά αναπτύξαμε μία εξαιρετική, οικογενειακή σχέση, ιδιαίτερα όταν ανέλαβε την προεδρία της δημοκρατίας το 1977, όταν εγώ είχα αποσπαστεί στο Υπουργείο Παιδείας, στο Τμήμα Φοιτητικών Θεμάτων μέχρι το 1988. Έφευγε από το Προεδρικό και έλεγε «θα πάω στον άδρωπο μου». Με αποκαλούσε «άδρωπο», διότι η ομορφιά του ανθρώπου είναι η ανθρωπιά. Ερχόταν στο σπίτι και έψαχνε τους κεφτέδες και τις κούπες της κυρίας Φιλιώς. Πήγαινα και εγώ σπίτι του. Αναπτύξαμε οικογενειακή σχέση, στον βαθμό που ο υιός του ο Αχιλλέας έγινε κουμπάρος του υιού μου του Γιώργου, που ήταν και συμμαθητές. Κρατώντας αυτή τη σχέση μαζί του, αγνή και ειλικρινή, δεν διεκδίκησα στο κόμμα καμία θέση στο Εκτελεστικό ή στην Κεντρική Επιτροπή ή σε οποιοδήποτε άλλο όργανο του κόμματος, παρά τις πιέσεις που δεχόμουν από τον ίδιο και μερικούς άλλους συναγωνιστές. Ήθελα να ήμουν ο αφανής φίλος γιατί πίστευα ότι με αυτόν τον τρόπο μπορούσα καλύτερα να συμβάλω στο όραμα του για τον τόπο και για τον άνθρωπο, ως και για έναν ισχυρό κεντρώο χώρο.

Ήταν ένας άνθρωπος που πάντα σε ρωτούσε την άποψη σου για κάτι. Του απαντούσες και δεν σου απαντούσε πίσω. Μόνο άκουγε. Οι δικές του αρετές, η τιμιότητα, η αγνότητα, η σεμνότητα, ο τρόπος που διοικούσε, ταυτίστηκαν με τις δικές μου. Ήταν ο άνθρωπος που το καθαρό του όραμα και στόχος ήταν η απελευθέρωση της Κύπρου και  επανένωση, ως και η αξιοπρεπής επιβίωση του ανθρώπου και του λαού. Μέχρι την τελευταία του πνοή είχα μία διαπροσωπική και οικογενειακή σχέση μαζί του. Το μόνο παράπονο που είχε ήταν ότι δεν του ζήτησα ποτέ κάτι για ένα από τα παιδιά μου. Και εγώ του έλεγα ότι εκείνοι που έχουν τις ικανότητες να δημιουργούν και να προσφέρουν, δεν ζητούν.

  1. Από τον αείμνηστο Σπύρο Κυπριανού προέκυψε και το τεμάχιο γης που παραχωρήθηκε στη Μαρωνιτική Κοινότητα στην Πάνω Δευτερά και στο οποίο ο νυν Εκπρόσωπος σχεδιάζει την ανέγερση αθλητικού κέντρου. Πως αισθάνεστε που τόσα χρόνια μετά, επιτέλους η γη αυτή θα αξιοποιηθεί προς όφελος των νέων Μαρωνιτών;

Το 1986, όταν έφυγε το Κέντρο Νεότητος Μαρωνιτών από τη Λεμεσό και ήρθε στη Λευκωσία, με πλησίασαν οι παράγοντες της Κοινότητας και με παρακάλεσαν να αναλάβω το ΚΝΜ. Αν δεν απατώμαι ήταν τον Ιανουάριο του 1987. Αποδέχτηκα την πρόταση και αμέσως ξεκίνησα να οργανώνω την ομάδα. Έφερα Άγγλο εκπαιδευτή από τις Βάσεις, φίλο μας, λόγω των δουλειών που είχαμε τότε σε εκείνη την περιοχή. Και ως προπονητή τότε προσέλαβα τον φίλο μου, αείμνηστο Παύλο Νικολάου, ο οποίος ήταν καθηγητής μου στην Παιδαγωγική Ακαδημία και υπεύθυνος όλων των διαιτητών. Ετοίμασα την ομάδα, με τα γνωστά αποτελέσματα της τότε εποχής.

Παράλληλα, έλεγα «για ποιο λόγο να μην έχουμε ως Μαρωνίτες ένα γήπεδο ή ένα αθλητικό κέντρο». Το ανέφερα στον Σπύρο Κυπριανού και μου είπε να στείλω μια επιστολή και τα υπόλοιπα «είναι δουλειά δική του». Μετά από την επιστολή μας, λάβαμε απάντηση από το Προεδρικό μέσω της οποίας μας ενημέρωναν ότι είχαν διαβιβάσει το αίτημα μας στον Κυπριακό Οργανισμό Αθλητισμού, στον Διευθυντή αείμνηστο Πάμπο Κουκκουλαρίδη με τον οποίο μας συνέδεαν πολλά και στον οποίο χρωστώ την ευγνωμοσύνη μου για τον καθοριστικό ρόλο του στην απόκτηση της γης για το αθλητικό κέντρο που απέκτησε η Κοινότητα. Παράλληλα μας ενημέρωναν ότι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας και το Προεδρικό θα παρακολουθούσαν στενά το ζήτημα. Μετά την απόφαση για παραχώρηση της γης στην Πάνω Δευτερά, έγινε ακολούθως σύσκεψη στο Προεδρικό για το θέμα, για να αποφασιστεί η διαδικασία. Κάλεσα όλα τα μέλη, όχι μόνο του ΚΝΜ, αλλά και άλλους που είχαν τους τοπικούς συλλόγους των Μαρωνιτών. Στην πορεία η διαχείριση του τεμαχίου πέρασε στον εκάστοτε Εκπρόσωπο της Κοινότητας στη Βουλή.

Αναφορικά με τα σημερινά δεδομένα και την πλήρη αδειοδότηση του έργου, δεν μπορείτε να φανταστείτε πόσο χαρούμενος είμαι. Εύχομαι προτού αποδημήσω να δω αυτό το Αθλητικό Κέντρο να γίνεται πραγματικότητα. Πάντα το ήθελα, δεν μπορούσα να βλέπω μικρές κοινότητες να έχουν τα γήπεδα τους κτλ. και μια μεγάλη κοινότητα, εκτοπισμένη, επτά-οκτώ χιλιάδων κόσμου να μην έχει κάτι. Θα είναι η μεγαλύτερη μου ικανοποίηση, η μεγαλύτερη μου ευχαρίστηση να ζω και να δω ότι ξεκίνησε το έργο. Αυτόν, ο οποίος θα το ξεκινήσει, εγώ θα τον ευγνωμονώ. Αυτά είναι τα αισθήματα μου. Διότι είμαι ένας πρωτεργάτης, ένας πρωταγωνιστής για αυτήν την ιδέα και εύχομαι ολόψυχα να υλοποιηθεί το έργο το ταχύτερο δυνατό, έργο που θα συμβάλει σε μεγάλο βαθμό στην ενδυνάμωση της σχέσης μεταξύ των μελών της Κοινότητας και ιδιαίτερα των νέων που βρίσκονται σε όλες τις γωνιές της Κύπρου μετά τον ξεριζωμό. Μέσα από αυτό θα εδραιωθεί η ταυτότητα μας ως Μαρωνίτες.

- Advertisement -