Σήκωσες απ’ τα παλιά, για να θυμούνται οι παλιοί και να μαθαίνουν οι νεότεροι

0
2173

Της Ηλιάνας Μούσα

«Οι σήκωσες του Κορματζιήτη έχουν διαφορετική νότα που τα υπόλοιπα τα χωρκά. Τα τσιαττιστά μας έχουν νότα δική τους. Εν έσιει να τους μοιάσει».

Σήκωσες και αναπόφευκτα το μυαλό πολλών ταξιδεύει χρόνια πίσω. Σε μεγάλες στιγμές που έχουν σημαδέψει τις ζωές τους και που σήμερα αναπολούν με νοσταλγία… Σε στιγμές που κάποιοι από εμάς δεν είχαν δυστυχώς την τύχη να ζήσουν… Και οι αναμνήσεις διαδέχονται η μια την άλλη…

Για να θυμούνται λοιπόν οι παλιοί και να μαθαίνουν οι νέοι, ο «Τ» ήρθε σε επαφή με ανθρώπους που έζησαν έντονα στιγμές από τις Σήκωσες του παρελθόντος. Με βάση όλα όσα μας είπαν και με κάποια αυτούσια κομμάτια από τα λεγόμενά τους, παραχωρούμε αυτό το ρεπορτάζ-αφιέρωμα στις Σήκωσες του Κορμακίτη της τότε εποχής.

Εβδομαδιαία Διασκέδαση

Η διασκέδαση των Σήκωσων άρχιζε από τη Δευτέρα, μια βδομάδα πριν από την Καθαρά Δευτέρα, και συνεχιζόταν με τους ίδιους έντονους ρυθμούς καθ’ όλη τη διάρκεια της εβδομάδας. Από τη Δευτέρα το βράδυ άρχιζαν οι συνάξεις στα διάφορα σπίτια του χωριού. Οι νοικοκυρές συνεννοούνταν κάθε μέρα μεταξύ τους, ετοίμαζε η κάθε μια και από ένα φαΐ και μαζεύονταν φίλοι, γειτόνοι, συγγενείς και συμπέθεροι σε ένα σπίτι – διαφορετικό κάθε βράδυ – για να φάνε, να πιουν, να τραγουδήσουν και να διασκεδάσουν μέχρι τα ξημερώματα. Δεν είχαν κι ούτε χρειάζονταν πολλά. Τα βασικότερα φαγητά ήταν το κολοκάσι με χοίρο ή με κοτόπουλο, τα μακαρόνια του σιερκού με την όρνιθα και το γιαούρτι τους το ντόπιο. Κάθε βοσκός μοίραζε γάλα εκείνες τις μέρες σε όλα τα σπίτια, ούτως ώστε η κάθε νοικοκυρά να μπορεί να φτιάξει το δικό της γιαούρτι για το σπίτι και τους ξένους της.

Κάθε νύχτα κάθονταν έτρωγαν, έπιναν – συνήθως κρασί ήταν το ποτό – «και άμα έρχονταν στο κέφι άρχιζαν τις τραουδκιές», κυρίως τσιαττιστά. Τραγουδούσαν όλοι, νέοι, γέροι και παιδιά, γυναίκες και άντρες μαζί. Ο ένας έλεγε κάποιο τσιαττιστό, κάποιος άλλος απαντούσε με άλλο τσιαττιστό και το γλέντι συνεχιζόταν μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες.

Την Πέμπτη πριν την Καθαρά Δευτέρα, που ήταν η λεγόμενη Τσικνοπέμπτη, οι νοικοκυρές έφτιαχναν τα πουρέκκια είτε με χαλλούμι είτε με κιμά.

Το κρέμασμα της σούσας αποτελεί ένα ακόμη παραδοσιακό έθιμο της εβδομάδας των σήκωσων. Κάποια σπίτια είχαν μεγάλη καμάρα και πάνω ψηλά, στο κέντρο της καμάρας είχε έναν κρίκο. Από εκείνο τον κρίκο «εσύρναν» σχοινί και κρέμαζαν σούσες «τζι εκάθουνταν οι κορούες πάνω τζι εσούζουνταν τζιαι τραγουδούσαν τραούδκια των σήκωσων». Οι σούσες ήταν καθ’ όλη τη διάρκεια της βδομάδας, μέχρι και την Καθαρά Δευτέρα.

Οι Πελλόμασκες

Καθώς ήταν όλοι μαζεμένοι σε κάποιο σπίτι τις νύχτες χτυπούσε ξαφνικά η πόρτα και έμπαιναν μέσα μάσκες, «πελλόμασκες» όπως μας τις είπαν χαρακτηριστικά. Οι μασκαρεμένοι έμπαιναν κατευθείαν στο γλέντι κι άρχιζαν να χορεύουν, χωρίς όμως να μιλούν για να μην προδοθούν. Και οι οικοδεσπότες άρχιζαν μια προσπάθεια να ανακαλύψουν ποια πρόσωπα κρύβονταν πίσω από τις μάσκες. Ο ένας έλεγε κάποιον, ο άλλος άλλον «τζι εγινόταν μεγάλο σούσουρο για να βρεθεί ποιος ήταν». Τις πλείστες φορές ήταν δύσκολο να τον ανακαλύψεις, αφού ντύνονταν ολόκληροι και φαίνονταν μόνο τα μάτια τους.

Και κάποιοι όμως από αυτούς που κάθονταν στο τραπέζι, αφού έπιναν το κρασί τους και άρχιζαν να μεθούν, ντύνονταν μάσκες κι έβγαιναν στους δρόμους για να μπουν σε άλλα σπίτια, να σμιχτούν σε άλλη διασκέδαση.

Οι άνθρωποι τότε δεν είχαν την ποικιλία των καρναβαλίστικων στολών που υπάρχει σήμερα. Χρησιμοποιούσαν παραλλαγές οποιονδήποτε ρούχων είχαν για να μασκαρευτούν. Συνήθως, ντύνονταν οι άντρες με γυναικεία ρούχα και οι γυναίκες με παντελόνι που δεν ήταν τότε διαδεδομένα. Τα μικρά παιδιά φορούσαν οτιδήποτε, φορεματάκια μακριά και μουντζούρωναν τα πρόσωπά τους.

Συνήθως, οι βρακάδες ντύνονταν παντελονάδες και οι παντελονάδες ντύνονταν βρακάδες. Αξίζει να σημειωθεί ότι, οι περισσότεροι βρακάδες, έβγαλαν τις βράκες και υιοθέτησαν τα παντελόνια, αρχίζοντας από την περίοδο του καρναβαλιού. Έβαζαν για πρώτη φορά στις απόκριες παντελόνι – αφού το θεωρούσαν καρναβαλίστικο τότε – και αν τους άρεσε συνέχιζαν να το φορούν ολόχρονα.

Κάποιοι άντρες ντύνονταν ιερείς ή Αρχιεπισκόποι, κάθονταν πάνω σε γαϊδούρια και γύριζαν το χωριό για να ευλογήσουν τάχα τον κόσμο. Κάποιοι άλλοι, φορούσαν παντελόνι και καπέλο για να ντυθούν τάχα γιατροί και γύριζαν για να εξετάζουν συνήθως τις γυναίκες. Αυτές οι ενδυμασίες γίνονταν συνήθως την Κυριακή των Σήκωσων και τη Δευτέρα της Καθαράς όταν μαζεύονταν όλοι πάνω στην πλατεία του χωριού για να διασκεδάσουν.

Το Σαββατοκύριακο των Σήκωσων 

Το μεγαλύτερο γλέντι γινόταν το Σάββατο, όταν έρχονταν και από την πόλη, κάποιοι συγγενείς που έμεναν εκεί για δουλειές. Μαζεύονταν και πάλι όλοι μαζί σε κάποιο σπίτι, έτρωγαν, έπιναν και τραγουδούσαν παραδοσιακά τραγούδια και τσιαττιστά.

Την Κυριακή των Σήκωσων, αμέσως μετά το φαγητό, κατά τις 14.30-15.00 μαζεύονταν όλοι στην πλατεία του χωριού, όπου έρχονταν κάποιοι μουντζουρωμένοι και μασκέ και άρχιζε το γλέντι. Χόρευαν στην πλατεία, οι μουντζουρωμένοι έτρεχαν πάνω σε άλλες γυναίκες και παιδιά για να τους αγγίξουν και να τους μουντζουρώσουν και έτσι γινόταν ένας ευχάριστος σαματάς που διαρκούσε μέχρι αργά το βράδυ.

Τη νύχτα της Κυριακής κάθονταν πάλι σε τραπέζια σε διάφορα σπίτια. Μέχρι τα μεσάνυχτα της Κυριακής στο τραπέζι ήταν τα μιλλωμένα φαγητά. Τα μεσάνυχτα έφευγαν όλα τα μιλλωμένα κι έμπαιναν τα νηστίσιμα και η διασκέδαση συνεχιζόταν κανονικά. Κάποιοι έτρωγαν, κάποιοι δεν έτρωγαν τίποτα από τα μεσάνυχτα της Κυριακής μέχρι το μεσημέρι, η ώρα 12, της Καθαράς Δευτέρας που έπαιζε η καμπάνα για να «κόψουν τη μούττη».

Καθαρά Δευτέρα

Την Καθαρά Δευτέρα πήγαιναν έξω στη θάλασσα και στα χωράφια με τα νηστίσιμα φαγητά τους, που ήταν συνήθως όσπρια, αγκινάρες, ψάρι και φυσικά το κρασί, για να «κόψουν τη μούττη» της Σαρακοστής. Το απόγευμα με την επιστροφή στο χωριό μαζεύονταν πάλι όλοι στην πλατεία όπου το γλέντι με τις μάσκες συνεχιζόταν μέχρι αργά τη νύχτα.

Μορφή που σημάδεψε για τα καλά τις Απόκριες του Κορμακίτη, ήταν ο Μερακλής, αφού όλοι όσοι μας μίλησαν δεν παρέλειψαν να μας πουν για τον Μερακλή που ντυνόταν μαύρος κάθε Καθαρά Δευτέρα, και φορούσε μιαν κελλεπία μαύρη. Γύρω στο μεσημέρι της Καθαράς άρχιζε ο ζορνές και άναβε η φωτιά όπου θα καθόταν το «χαρτσίν» για να γίνει η μούζα. Έπαιρναν το μαύρισμα από την έξω μεριά του χαρτσιού και μουντζούρωναν τα πρόσωπά τους. Συνήθως, οι μουντζουρωμένοι ήταν ο Μερακλής και ο Αυγουστίνος της Τταλλούρας. Αφού γίνονταν ολόμαυροι, πήγαιναν πάνω στην πλατεία και έτρεχαν από πίσω τις γυναίκες για να τις μαυρίσουν και να κάμουν χάζι.

Νοσταλγία…

Το σίγουρο είναι όπως όλοι μας είπαν, πως δεν μπορεί να υπάρξει καμιά σύγκριση μεταξύ της διασκέδασης του τότε και του σήμερα. Τότε ο κόσμος γλεντούσε πολύ περισσότερο αυτές τις μέρες γιατί είχαν περιορισμένες ευκαιρίες διασκέδασης και γιατί ήταν όλοι κοντά, μαζεμένοι στο χωριό. Δυστυχώς, ο πόλεμος άρχισε να ανατρέπει τα δεδομένα. Ο κόσμος μοιράστηκε, άλλοι έγιναν πρόσφυγες, άλλοι έμειναν εγκλωβισμένοι και σήμερα είναι όλοι σκορπισμένοι σε διάφορες περιοχές της Κύπρου, γεγονός που δυσκολεύει τέτοιου είδους συνάξεις και διασκεδάσεις.

Κάποιοι από τους πρόσφυγες Κορματζιθκιανούς προσπαθούν ακόμη να κρατήσουν τα έθιμά τους. Μαζεύονται τέτοιες μέρες σε σπίτια συγγενικά και φίλων για να φάνε και να διασκεδάσουν μαζί. Τίποτα όμως δεν είναι όπως πριν. Επιθυμία και ευχή όλων, να αξιωθούμε κάποτε να ζήσουμε ξανά τις παλιές καλές στιγμές διασκέδασης.

Παραδοσιακά Τσιαττιστά

Τη μέραν τη σημέρινη εσιέρουνταν την άλλοι

τωρά σιερούμαστιν εμείς τζιαι ταπισόν μας άλλοι.

Τούτες οι μέρες το χουσιν, τούτες οι εβδομάδες

που καρτερούν οι κορασιές να παν προξενητάες.

Το σπίτι που καθούμαστιν πέτρα να μεν ραήσει

τζι ο νοικοτζύρης του σπιθκιού σιίλιους χρόνους να ζήσει.

Καλώς ήρταμεν τζι ήβραμεν τραπεζοκουρτισμένα

τζιαι του τζιαιρού σιεράμενα τζιαι καλοκαθισμένα.

Έτσι εν ο κόσμος έτσι ένι εν σφαίρα τζιαι γυρίζει

αλλους σμύει ο πλάστης μου τζι άλλους ποχωρίζει.

Φέτη σηκώνουμεν μαζίν του χρόνου ποιος ηξέρει

είτε νεκροί ή ζωντανοί είτε σε ξένα μέρη.

Για ‘ννα πεθάνω για ‘ννα ζω για ‘ννα ‘μαι σ’ άλλα μέρη.

Το στόμαν που τραούδησεν να το παραγρουσώσω

μήλον που την παράδεισο να κόψω να του δώσω.

Πιάσμε τζυρά μου μυσταρκόν με μήνα για με χρόνο

τζι έναν φιλί κάθε πρωί ναν ο μισθός μου μόνον.

Αρβανίτες κάμνουν γάμο τζιαι κουλλούρκα με την άμμο

τζι εκαλέσαν με να πάω να χορέψω τζιαι να φάω.

Μόνη της μηνίσκει, μόνη της πλυννίσκει,

μόνη της ζυμώνει, μόνη της σιερώννει,

μόνη της τζοιμάται τζι εμέναν αθθυμάται.

Τη σσυλλόπελλην.

Πέντε τζι έναν κάμνουν έξι

τζι ασγαρτίν να με μπερτέψει.

Τη σσυλλόπελλην.

Ο Μερακλής βασιλιάς καρνάβαλος το 1981.
Καρναβάλια στον Κορμακίτη το 2011.
- Advertisement -