Μαρωνίτικα χωριά

Αγία Μαρίνα Σκυλλούρας

Η Αγία Μαρίνα είναι το μόνο Μαρωνίτικο χωριό το οποίο βρίσκεται στην επαρχία Λευκωσίας, και συγκεκριμένα 24 χιλιόμετρα δυτικά της πρωτεύουσας. Πήρε το όνομα του από την πολυύμνητη Αγία Μαρίνα.

Πριν την τουρκική εισβολή του 1974, η Αγία Μαρίνα αριθμούσε επτακόσιους περίπου κατοίκους. Σήμερα, ο πληθυσμός της ανέρχεται στα χίλια άτομα τα οποία είναι διασκορπισμένα σ’ ολόκληρη την Κύπρο. Στο χωριό δεν κατοικεί κανένας Μαρωνίτης από το 1974. Είναι πλέον στρατιωτική βάση και παρά τη διάνοιξη των οδοφραγμάτων και την ελεύθερη διακίνηση, δεν επιτρέπεται σε κανένα να το επισκεφτεί.

Στην Αγία Μαρίνα κατοικούσαν, εκτός από Μαρωνίτες και μερικοί Τουρκοκύπριοι, πολλοί από τους οποίους ήταν Μαρωνίτες που ασπάστηκαν τον Μωαμεθανισμό σε μια προσπάθεια να γλιτώσουν τη ζωή αλλά και τις περιουσίες τους την περίοδο των διωγμών. Αποτέλεσμα του πιο πάνω ήταν οι μικτοί γάμοι. Το Δεκέμβρη του 1963, με τις διακοινοτικές ταραχές, οι Τουρκοκύπριοι εγκατέλειψαν τα χωράφια και τα σπίτια τους, παρόλο που η συνεργασία με τους Μαρινιώτες ήταν άριστη.

Τόσο η παλαιά όσο και η νέα εκκλησία του χωριού είναι αφιερωμένες στην Αγία Μαρίνα, η οποία γιορταζόταν από τους Μαρωνίτες όλων των χωριών με πανηγύρια και γλέντι στις 17 Ιουλίου. Η παλαιά εκκλησία κτίστηκε το 1650 και βρίσκεται στο κέντρο του χωριού. Λειτούργησε για πρώτη φορά μετά το 1974 στις 8 Φεβρουαρίου 2014. Αξίζει να σημειωθεί ότι η εκκλησία αυτή ανακαινίστηκε με έργα που ξεκίνησαν τον Ιούλιο του 2016 και ολοκληρώθηκαν τον Μάιο του επόμενου έτους, για να παραδοθεί αναστηλωμένη από τη δικοινοτική Τεχνική Επιτροπή για την Πολιτιστική Κληρονομιά, τον Ιούνιο του 2017.

Η νέα εκκλησία, η οποία βρίσκεται στην είσοδο του χωριού, ολοκληρώθηκε το 1972 και λειτούργησε για δύο μόνο χρόνια. Από το 1974, και μετά από εντατικά διαβήματα της κοινότητας προς τον ΟΗΕ, η εκκλησία λειτούργησε πέντε φορές μόνο: στις 17 Ιουλίου 2010, στις 17 Ιουλίου 2011, στις 17 Ιουλίου 2012, στις 11 Φεβρουαρίου 2012, κατά την επίσκεψη του Πατριάρχη Αντιοχείας και Πάσης Ανατολής των Μαρωνιτών Μαρ Μπεσιάρα Μπούτρος Ράι και στις 17 Ιουλίου 2013.

Σε μικρή απόσταση από την Αγία Μαρίνα βρίσκεται το μοναστήρι του Προφήτη Ηλία, που είναι αναμφισβήτητα ένα από τα πιο ιερά Μαρωνίτικα μέρη προσκυνήματος και πιθανόν το αρχαιότερο μνημείο. Το παλαιό μοναστήρι κτίστηκε από μοναχούς του Λιβάνου το 17ο αιώνα ενώ το 1943 το μοναστήρι ανοικοδομήθηκε εκ νέου από τον τότε ηγούμενο Πάτερ Πέτρο Κουμή. Το μοναστήρι αποτελούσε τον προορισμό κάθε Μαρωνίτη στις 20 Ιουλίου για προσκύνημα. Το 1974, με τους βομβαρδισμούς της τουρκικής αεροπορίας, η μονή εγκαταλείφθηκε από τους μοναχούς. Η πρώτη φορά που κατέστη δυνατό να την επισκεφθούν Μαρωνίτες ήταν τον Απρίλιο του 2003. Στην Αγία Μαρίνα υπάρχουν επίσης ερείπια των εκκλησιών του Προφήτη Ηλία (1508) και του Αγίου Ιωάννη του Κοκκινόκρεμου (12ος αιώνας).

Οι κάτοικοι ασχολούνταν με τη γεωργία και τη κτηνοτροφία. Το χωριό ήταν ξακουστό για την καλλιέργεια σιτηρών αλλά και για το μεγάλο αριθμό αμυγδαλιών. Αρκετοί κάτοικοι ήταν ιδιοκτήτες φορτηγών αυτοκινήτων και κατέφευγαν για εργασία στα περιβόλια της Μόρφου, του Καραβά και της Λαπήθου και έφερναν αρκετό χρήμα στο χωριό. Στην Αγία Μαρίνα λειτουργούσε επίσης δημοτικό σχολείο.

 

Ασώματος Κερύνειας

Ο Ασώματος βρίσκεται στην επαρχία Κερύνειας και γειτονεύει με τα χωριά Μύρτου, Καρπάσια και Καμπυλή. Είναι το δεύτερο σε πληθυσμό μεγαλύτερο χωριό των Μαρωνιτών. Πριν τα συμβάντα του 1974 οι κάτοικοί του ανέρχονταν στους 527.

Το χωριό αποτελεί σήμερα στρατιωτική βάση με αποτέλεσμα να μην επιτρέπεται η πρόσβαση των κατοίκων στα σπίτια και τις περιουσίες τους. Η μοναδική παραχώρηση που γίνεται είναι η ελεύθερη πρόσβαση για δύο μόνο ώρες κάθε Κυριακή, για την τέλεση της Θείας Λειτουργίας στην εκκλησία του Αρχαγγέλου Μιχαήλ. Παρά τη δύσκολη πρόσβαση όμως, οι Ασωματίτες αλλά και Μαρωνίτες άλλων χωριών, τιμούν κάθε Κυριακή το χωριό και τους εγκλωβισμένους με την παρουσία τους.

Υπάρχουν διαφορετικές απόψεις σχετικά με την ονομασία του χωριού:

  • Σύμφωνα με τον Νέαρχο Κληρίδη στο βιβλίο του «Χωριά και Πολιτείες της Κύπρου», στην Κύπρο υπάρχουν δύο χωριά με το όνομα Ασώματος, ένα στην επαρχία Λεμεσού και ένα στην επαρχία Κερύνειας. Οι δύο Αρχάγγελοι Μιχαήλ και Γαβριήλ λέγονται Ασώματοι. Έτσι, στο χωριό αυτό που υπήρχαν ναοί αφιερωμένοι στο όνομά τους διατηρήθηκε το όνομα των Αρχαγγέλων.
  • Άλλη εκδοχή υποστηρίζει ότι οι πρώτοι κάτοικοι ή εκείνοι που έδωσαν το όνομα στο χωριό ήρθαν από το χωριό Σιαμάτ της επαρχίας Ζπάγιελ του Λιβάνου. «Σιαμάτ» αραβιστί σημαίνει «Ασώματος». Η λέξη Σιαμάτ, λοιπόν, έδωσε τη θέση της στην αντίστοιχη ελληνική λέξη Ασώματος. Απόδειξη αυτού είναι το γεγονός ότι και στο λιβανέζικο χωριό η εκκλησία είναι αφιερωμένη στον Αρχάγγελο Μιχαήλ.

Η εκκλησία του Ασωμάτου, η οποία κτίστηκε περί τα τέλη του 18ου αιώνα, είναι αφιερωμένη στον Αρχάγγελο Μιχαήλ, που γιορτάζεται στις 6 Σεπτεμβρίου. Ο ιερός ναός ανακαινίστηκε πλήρως στις αρχές του 20ου αιώνα. Οι Μαρωνίτες δίνουν κάθε χρόνο το παρών τους στον Ασώματο για να τιμήσουν τον Προστάτη του χωριού.

Στον Ασώματο λειτουργούσε επίσης παρθεναγωγείο στο οποίο φοιτούσαν τα κορίτσια μέχρι και το πρώτο μισό του 20ου αιώνα. Επίσης, στο χωριό υπάρχει και δημοτικό σχολείο, στο οποίο πριν από το 1974, φοιτούσαν εβδομήντα μαθητές. Σημαντική ήταν και η προσφορά της Συνεργατικής Πιστωτικής Εταιρείας (1929) η οποία μάζευε όλα τα προϊόντα των γεωργών και τους εξυπηρετούσε οικονομικά, ενώ πολύ δραστήρια ήταν η οργάνωση νεολαίας Ένωση Νέων Ασωμάτου (1972), που αποτελούσε τον αθλητικό και κοινωνικό φορέα του χωριού. Το Σωματείο δραστηριοποιείται μέχρι και σήμερα στη Λευκωσία.

Οι κάτοικοι του χωριού ασχολούνταν με την γεωργία και την κτηνοτροφία. Μεγάλος αριθμός όμως ήταν ημερομίσθιοι εργάτες στη Λευκωσία ενώ πολλοί έχουν επίσης διακριθεί ως δικαστές και λόγιοι.

 

Καρπάσια

Η Καρπάσια βρίσκεται 30 χιλιόμετρα νοτιοδυτικά της Κερύνειας. Περιτριγυρίζεται ανατολικά από το χωριό Ασώματος, βόρεια από το χωριό Μύρτου, δυτικά από το χωριό Διόριος και νότια από το χωριό Καπούτι. Το χωριό πήρε το όνομα του από την αραβοτουρκική λέξη Κούρπ-Ασία που σημαίνει κοντά στην Ασία.

Η Καρπάσια είναι το μικρότερο σε πληθυσμό ανάμεσα στα Μαρωνίτικα χωριά. Το 1778 στο χωριό υπήρχαν 99 κάτοικοι, ενώ το 1973 αριθμούνταν στους 245. Σήμερα κατοικούν στην Καρπάσια 10 περίπου εγκλωβισμένοι και 20 επανεγκατασταθέντες. Οι Καρπασιώτες όμως επισκέπτονται το χωριό σε τακτά χρονικά διαστήματα για να στηρίξουν τους εγκλωβισμένους οι οποίοι βρίσκονται σε προχωρημένη ηλικία.

Σημαντική για τους κατοίκους είναι η εκκλησία του χωριού η οποία είναι αφιερωμένη στον Τίμιο Σταυρό. Στο εσωτερικό της υπάρχουν κατάλοιπα τοιχογραφιών, ενώ το εικονοστάσιο της χρονολογείται στον 17ο αιώνα όπως και οι δύο εικόνες της Παναγίας. Στην εκκλησία βρίσκονται δύο ξύλινοι πανάρχαιοι, πολύτιμοι και ανεκτίμητης αξίας Σταυροί: ο ένας καθαρά Βυζαντινής τεχνοτροπίας, του 15ου αιώνα μ.Χ. και ο άλλος Κυπριακής Βυζαντινής «ρούστικής» τεχνοτροπίας, του 17ου αιώνα μ.Χ. Οι Σταυροί αυτοί αποτελούν ένα από τα πιο σημαντικά αποκτήματα της Μαρωνιτικής κοινότητας, η οποία τιμά τον προστάτη του χωριού στις 14 Σεπτεμβρίου, ημέρα ανεύρεσης του Τίμιου Σταυρού από την Αγία Ελένη στις 14 Σεπτεμβρίου το 320 μ.Χ. Η Εκκλησία του Τιμίου Σταυρού αναστηλώθηκε και παραδόθηκε τον Απρίλιο του 2017.

Στα ανατολικά του χωριού βρισκόταν το κοιμητήριο όπου, μετά από ανασκαφές που διενεργήθηκαν, αναβρέθηκαν αρχαία αντικείμενα μέσα σε σπηλιές και μνήματα.

Οι κάτοικοι της Καρπάσιας δούλευαν τη γη τους. Με μέση ετήσια βροχόπτωση, στο χωριό καλλιεργούνταν σιτηρά, χαρουπιές και ελιές ενώ μεγάλες εκτάσεις γης παρέμειναν ακαλλιέργητες αφού καλύπτονταν από άγρια βλάστηση.

Στο χωριό λειτουργούσε δημοτικό σχολείο το οποίο επαναλειτούργησε μετά την τουρκική εισβολή. Το 1981 φοιτούσαν δέκα μαθητές σε σύνολο πενήντα κατοίκων. Επίσης, πριν από το 1974, το χωριό ήταν ενεργό κοινωνικά και πολιτιστικά με την παρουσία της Ένωσης Νέων Τιμίου Σταυρού Καρπάσιας, ποδοσφαιρικής ομάδας και Συνεργατικού Οργανισμού που στήριζε την μέχρι τότε αγροτική κοινότητα του χωριού.

Το 2013 αναβαθμίστηκε η κεντρική πλατεία του χωριού, μέσα στα πλαίσια του Ευρωπαϊκού προγράμματος Community development through village initiatives – improving quality of life in rural communities. Η αναβάθμιση της πλατείας έγινε με χορηγία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, της Κυπριακής κυβέρνησης και του Ιδρύματος Ευημερίας Μαρωνιτών.

 

Κορμακίτης

Ο Κορμακίτης βρίσκεται 29 χιλιόμετρα δυτικά της πόλης Κερύνειας και 16 χιλιόμετρα βόρεια της Μόρφου σε υψόμετρο 190 μέτρων. Μέχρι τον Ιούλη του 1974 ήταν το μεγαλύτερο χωριό της επαρχίας Κερύνειας με 1800 κατοίκους. Κτισμένος σε ολοπράσινο λόφο, χαρακτηρίζεται από τη φυσική ομορφιά του, τις πράσινες κοιλάδες, τα ήσυχα μονοπάτια και τις παραδεισένιες παραλίες. Μοναδικά είδη βλάστησης μπορεί να συναντήσει κανείς στα απόκρημνα μέρη του Κορμακίτη.

Πληθυσμός

Ο Κορμακίτης κατοικείται σήμερα από 80 περίπου Κύπριους Μαρωνίτες εγκλωβισμένους και 150 επανεγκατασταθέντες. Με τη διάνοιξη των οδοφραγμάτων οι κάτοικοι που εγκατέλειψαν το χωριό λόγω των γεγονότων του 1974, επισκέπτονται τακτικά το χωριό και με ενθουσιασμό επιδιορθώνουν τα σπίτια τους για να τα χρησιμοποιούν ως δεύτερη κατοικία, ελπίζοντας ότι σύντομα θα δοθεί μια τελική λύση στο κυπριακό πρόβλημα. Το χωριό αποτελεί σήμερα πνοή ζωντάνιας κι ελπίδας για τους εγκλωβισμένους.

Ιστορική αναδρομή

Η σημερινή Μαρωνιτική κοινότητα σχηματίστηκε από 4 μεταναστευτικά κύματα που ξεκίνησαν τον 8ο αιώνα από τη Συρία και το Λίβανο λόγω των αραβικών επιδρομών. Επί Φραγκοκρατίας (1191-1489), ο Κορμακίτης αποτελούσε ένα από τα καλύτερα φέουδα και ήταν παραχωρημένο στο Φράγκο φεουδάρχη Denores. Το 1570 υπολογίζεται ότι στον Κορμακίτη κατοικούσαν 850 κάτοικοι. Κατά τη διάρκεια της οθωμανικής κυριαρχίας (1571-1878) ο αριθμός των κατοίκων μειώθηκε αισθητά με αποτέλεσμα το 1841 να υπάρχουν μόνο 200 κάτοικοι στο χωριό. Με την Αγγλική κυριαρχία και τις καλύτερες συνθήκες διαβίωσης που επήλθαν στο νησί, ο αριθμός των κατοίκων του Κορμακίτη αυξήθηκε σε 1800.

Η τουρκική εισβολή του 1974 αποτέλεσε σοβαρό πλήγμα για τη Μαρωνιτική κοινότητα. Ένας σημαντικός αριθμός κατοίκων του Κορμακίτη προσφυγοποιήθηκε. Αρκετοί κάτοικοι του χωριού διάλεξαν τον δύσκολο δρόμο και έμειναν εγκλωβισμένοι στη γη των πατέρων τους με κύριο στόχο τους τη διατήρηση της ελπίδας για επιστροφή. Με την πάροδο του χρόνου όμως η κατάσταση επιδεινώνεται καθώς οι εγκλωβισμένοι είναι πια σε προχωρημένη ηλικία και ο κίνδυνος αφανισμού τους μεγάλος.

Ονομασία

Αναφορικά με το πως πήρε το όνομα του ο Κορμακίτης υπάρχουν διάφορες εκδοχές. Η πρώτη σχετίζεται με τους πρώτους κατοίκους οι οποίοι κατάγονταν από το χωριό Κουρ του Λιβάνου. Η νοσταλγία και οι θύμησες τους ανάγκαζαν να επαναλαμβάνουν την φράση «Νάχνι ζήνα ουά Κουρ μαζίτ» (Εμείς ήρθαμε αλλά το Κουρ δεν ήρθε). Από τις λέξεις «Κουρ μαζίτ», λέγεται ότι πήρε το όνομα του ο Κορμακίτης.

Μια δεύτερη εκδοχή αναφέρει ότι τον 8ο αιώνα π.Χ. όταν οι Φοίνικες ήρθαν στην Κύπρο και ίδρυσαν διάφορα εμπορικά κέντρα, ίδρυσαν την παραλιακή πόλη Κορμία την οποία οι ιστορικοί τοποθετούν κοντά στο σημερινό χωριό Λιβερά. Η πόλη Κορμία αποτέλεσε καταφύγιο για πολλούς Μαρωνίτες οι οποίοι λόγω των αραβικών επιδρομών έφευγαν από τη Συρία. Παρ’όλα αυτά, με την πάροδο του χρόνου, οι κάτοικοι ενοχλημένοι από τους Σαρακηνούς πειρατές εγκατέλειψαν την πόλη Κορμία και ίδρυσαν μια νέα πόλη την Κορμία ζτίτε (Νέα Κορμία), η οποία σταδιακά εξελίχτηκε στη σημερινή ονομασία του χωριού Κορμακίτης.

Η τρίτη εκδοχή αναφέρει ότι το χωριό Κορμακίτης σχετίζεται με την αρχαία πολιτεία Κέρμια. Στη βιογραφία του Αποστόλου Βαρνάβα (5ος αιώνας μ.Χ) αναφέρεται ότι ο Βαρνάβας κι ο ανιψιός του Ιωάννης Μάρκος αποβιβάστηκαν στην τοποθεσία Κρομμυακίτης, κοντά στο χωριό Λιβερά. Εκεί υπήρχε η κώμη Κόρμη (η αρχαία Κέρμια) και από αυτό το όνομα γεννήθηκε η ονομασία Κορμακίτης.

Εκκλησίες

Στο χωριό υπάρχει ένας καθεδρικός ναός, τρία ξωκλήσια και ένα μοναστήρι.

  • Εκκλησία Αγίου Γεωργίου Κορμακίτη: Αφιερωμένη στον Αγ.Γεώργιο, προστάτη του χωριού. Η εκκλησία άρχισε να χτίζεται γύρω στα 1900, επί εποχής του Γενικού Βικάριου Ιωάννη Κυρίλλη. Το 1933 έγινε επίσημα η καθαγίαση της από τον τότε Αρχιεπίσκοπο Παύλο Αουάτ. Μοιάζει περισσότερο με Καθεδρικό Ναό, έχει ωραία πρόσοψη με δύο κωδωνοστάσια. Το τελευταίο κωδωνοστάσιο το έκτισε ο Γενικός Βικάριος Ιωάννης Φοραδάρης το 1941. Πριν το 1974 αποτελούσε τον επίσημο Καθεδρικό Ναό της Μαρωνιτικής Εκκλησίας στην Κύπρο.
  • Το ξωκλήσι της Παναγίας: Στο δυτικό άκρο του χωριού ορθώνεται μεγαλοπρεπώς μια μικρή εκκλησία αφιερωμένη στην Παναγία, η οποία χτίστηκε γύρω στο 13οαιώνα. Στους εσωτερικούς της θόλους είχε ωραιότατες ζωγραφιές Αγίων. Πρόσφατα επιδιορθώθηκε και προσελκύει το ενδιαφέρον πολλών επισκεπτών.
  • Το ξωκλήσι του Αγίου Γεωργίου του Σπόρου: Βόρεια του Κορμακίτη στην παραλιακή περιοχή του Κόρνου υπάρχει παρεκκλήσι αφιερωμένο στον Άγιο Γεώργιο του Σπόρου. Χτίστηκε περίπου το 1852. Ο Κόρνος αποτελούσε εμπορικό κέντρο εξαγωγής χαρουπιών. Κάθε χρόνο, στις 3 Νοεμβρίου, τελείται Θεία Λειτουργία από τη Μαρωνιτική Κοινότητα προς τιμήν του Αγίου. Ο μήνας Νοέμβριος σηματοδοτεί την έναρξη της γεωργικής περιόδου, γι’ αυτό και οι γεωργοί προσεύχονται στον Άγιο Γεώργιο για πλούσια σοδειά. Σύμφωνα με την παράδοση, μετά τη Θεία Λειτουργία, οι Μαρωνίτες παίρνουν το μεσημεριανό τους δίπλα στη θάλασσα για να ευχαριστήσουν τον Άγιο Γεώργιο.
  • Το μοναστήρι των Φραγκισκανών αδελφών: Χτίστηκε το 1936, δίπλα από την πλατεία του χωριού. Η θέα από εκεί προς το κέντρο του χωριού είναι καταπληκτική. Δίπλα από το μοναστήρι υπάρχει μια δεύτερη εκκλησία του Αγ.Γεωργίου η οποία ήταν η αρχική εκκλησία της ενορίας και η οποία χτίστηκε το 1534 ή 1620. Τώρα βρίσκεται στα χέρια των Φραγκισκάνων Καλογραιών.

Πολιτισμός

Κομμάτι του πολιτιστικού πλούτου του χωριού αποτελεί το Λαογραφικό Μουσείο Κορμακίτη. Είναι το νεοκλασικό κτίριο του Αρρεναγωγείου Κορμακίτη, το οποίο κτίστηκε το 1927 και αναπαλαιώθηκε με χορηγία του UNDP-PFF, με πρωτοβουλία του Ιδρύματος Ευημερίας Μαρωνιτών. Το Λαογραφικό Μουσείο που στεγάζεται εκεί, έγινε από το Σωματείο για την Κληρονομιά Kormakitis Trust, εγκαινιάστηκε το 2012 και αποτελεί το μοναδικό λαογραφικό μουσείο της Μαρωνιτικής κοινότητας.

Σημαντικό κομμάτι του πολιτιστικού πλούτου του Κορμακίτη είναι και η Κυπριακή Μαρωνιτική Αραβική γλώσσα, που αποτελεί σημαντικό στοιχείο διαφοροποίησης της κοινότητας. Ομιλείται στον Κορμακίτη αδιάκοπα από τον 8ο αιώνα, από τότε που οι πρώτοι Μαρωνίτες έφτασαν στο νησί και αποτελεί μέρος του πολιτιστικού πλούτου της Κύπρου.